κελύφους

κελύφους
κελύ̱φους , κέλυφος
sheath
neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αντλία — Μηχανισμός που χρησιμοποιείται για τη μετακίνηση, την κατάθλιψη ή την αναρρόφηση ενός ρευστού, υγρού ή αερίου. Οι συνηθισμένοι τύποι α. είναι τρεις: εμβολοφόρες, περιστροφικές και φυγοκεντρικές. Οι εμβολοφόρες α. χρησιμοποιούνται για… …   Dictionary of Greek

  • κλαμ — το ζωολ. κοινή ονομασία τού γένους εδώδιμου μαλακίου Mercenaria mercenaria. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ clam. Τα μαλάκια πήραν την ονομασία αυτή από το ρ. clamp «συσφίγγω», λόγω τού κελύφους τους, που κλείνει με δύναμη] …   Dictionary of Greek

  • μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… …   Dictionary of Greek

  • ραφή — η / ῥαφή, ΝΜΑ 1. το να ράβει κανείς κάτι, να συνενώνει ράβοντας με κλωστή, το ράψιμο (α. «κοπή και ραφή στρατιωτικών στολών β. «τμήσει καὶ ῥαφῇ χρωμένη σύνθεσις», Πλάτ.) 2. το σημείο ή η γραμμή, στην οποία συνδέονται με ράψιμο κομμάτια υφάσματος …   Dictionary of Greek

  • σεμελοιρίδαι — Α (κατά τον Ησύχ.) «oἱ ἄνευ κελύφους, οὓς ἔνιοι λίψακας» …   Dictionary of Greek

  • σκαλαρία — (scalaria). Μικρό γαστερόποδο μαλάκιο της οικογένειας των Σκαλαριδών ή Σκαλιδών, της τάξης των μονωτοκάρδων ή κτενοβραγχίων. Ζει στη θάλασσα και είναι σαρκοφάγο. Το όστρακο του, μήκους 3 περίπου εκ., είναι πυργοειδές και σε κάθε σπείρα έχει… …   Dictionary of Greek

  • σφαιρίδιο — το, ΝΜ μικρή σφαίρα νεοελλ. 1. καθένα από τα μικροσκοπικά μολύβδινα βλήματα τών κυνηγετικών όπλων, κν. σκάγι 2. μολύβδινη ψήφος την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα στις εκλογές προτού καθιερωθεί το ψηφοδέλτιο 3. (μηχαν.) μικρή σφαίρα από χάλυβα …   Dictionary of Greek

  • σχιζόδοντα — τα, Ν (παλαιοντ.) ταξινομική διαίρεση μικρών δίθυρων μαλακίων με χαρακτηριστικό τρόπο άρθρωσης τού κελύφους …   Dictionary of Greek

  • σχιζόδους — ο, Ν (παλαιοντ.) απολιθωμένο γένος μικρών δίθυρων μαλακίων που έζησε από το δεβόνιο ώς το πέρμιο και το οποίο αποτελεί τυπικό αντιπρόσωπο τής ομάδας τών σχιζοδόντων, τα οποία είχαν χαρακτηριστικό τρόπο άρθρωσης τού κελύφους …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”